θεοφύλακτος

θεοφύλακτος
θεοφύλακτος , -η, -ο
хранимый Богом

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "θεοφύλακτος" в других словарях:

  • θεοφύλακτος — θεοφύλακτος, η, ο και θεοφύλαχτος, η, ο 1. που φυλάγεται (προστατεύεται) από το Θεό, θεοφρούρητος: Η θεοφύλακτη πόλη (η Κωνσταντινούπολη). 2. το αρσ. ως ουσ., Θεοφύλακτος κύριο όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θεοφύλακτος — Θεοφυλάκτος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοφύλακτος — I (; – 843). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας και επίσκοπος Νικομήδειας. Με προτροπή του πατριάρχη Ταρασίου μόνασε στον Πόντο και μετά από επιτυχή δοκιμασία χειροτονήθηκε μητροπολίτης. Διακρίθηκε για τη μεγάλη φιλανθρωπική του δραστηριότητα.… …   Dictionary of Greek

  • Θεοφύλακτος Σιμοκάττης — (τέλη 6ου – αρχές 7ου αι.). Ιστορικός. Καταγόταν από την Αίγυπτο. Υπηρέτησε ως δημόσιος υπάλληλος στα χρόνια των αυτοκρατόρων Μαυρίκιου και Ηράκλειου. Έγραψε μια μελέτη με τον τίτλο Περί διαφόρων φυσικών απορημάτων και επιλύσεως αυτών, καθώς και… …   Dictionary of Greek

  • Ζαμφουρνάρης, Θεοφύλακτος — (17ος αι.). Κρητικός μοναχός και λόγιος. Διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα στην πατρίδα του και έπειτα χειροτονήθηκε μοναχός στη Βενετία. Ασχολήθηκε παράλληλα με θεολογικές μελέτες και επιμελήθηκε την έκδοση πολλών ελληνικών λειτουργικών βιβλίων. Από… …   Dictionary of Greek

  • Σιμοκάττης, θεοφύλακτος — Βυζαντινός συγγραφέας (7ος αι.) από την Αίγυπτο. Διετέλεσε στην Κωνσταντινούπολη ανώτατος κρατικός υπάλληλος στα χρόνια της βασιλείας του Ηράκλειου. Έγραψε Περί διαφόρων φυσικών aπορημάτων και επιλύσεων αυτών, ένα είδος συλλογής παράδοξων… …   Dictionary of Greek

  • Θεοφυλάκτου — Θεοφυλάκτος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεοφυλάκτους — Θεοφυλάκτος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεοφυλάκτων — Θεοφυλάκτος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεοφυλάκτῳ — Θεοφυλάκτος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεοφύλακτε — Θεοφυλάκτος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»